Τα ποιήματα και τα δέντρα


«Τις λέξεις να τις σκάβεις/ Αν θες να ανθίσουνε», μας λέει ο ποιητής σε ένα από τα ολιγόστιχα ποιήματά του, δέσμιος «μιας παιδικής μνήμης που ακόμα/ κυλάει στις φλέβες των λιόδεντρων και των/ αμπελώνων/ Εκεί στο γενέθλιο τόπο (...) Γιατί οι μεγάλοι δεν είχαν ιδέα από ουρανό/ Ετσι σκυφτοί που γύρναγαν σχεδόν βράδυ/ από τα χωράφια/ Και τα άστρα και τα όνειρα τα κυνηγούσαν/ Δεν ήθελαν να μπλέξουν με αυτά τα παιδιά τους/ Να γίνουν ποιητές και να τους λένε τρελούς».

Χ.Π. Σοφίας, «μουσώνες τα δένδρα δυσκολεύονται να ανασάνουν». Εκδόσεις Κουκκίδα, Σελ. 51
Τα περισσότερα ποιήματα δεν ξεπερνούν τους τρεις στίχους. Αυτό είναι στα υπέρ του ποιητή και αυτό φαίνεται να είναι καρπός πολλών ανασκευών [εάν είναι σύλληψη αυτόματη και ανεπεξέργαστη είναι ένα άλλο θέμα, πάντως είναι σαν ο ποιητής να μας προκαλεί να το συζητήσουμε μαζί του].

Το βέβαιο είναι ότι ο ίδιος δεν παύει να συνομιλεί με τον εαυτό του για το ποίημα και τους ποιητές, για το αν είναι όλο αυτό ένα παιχνίδι ή υπάρχει κάποια βαθύτερη αποστολή την οποία ο ποιητής καλείται να φέρει εις πέρας, για λογαριασμό του ή για την κοινωνία [ή την τέχνη]. Διαβάζουμε λ.χ., στο ποίημα «Παιχνίδι»: «Ελα να παίξουμε/ Μια λέξη εσύ/ Μια λέξη εγώ/ Και το ποίημα/ Ας μη το γράψουμε/ Ας το ζήσουμε/ Ελα να παίξουμε». Προβληματίζεσαι εάν αυτό είναι αυτοειρωνεία ή φιλοσοφική προσέγγιση της αιώνιας αντίθεσης τέχνη-ζωή. Σίγουρα πάντως είναι ένα ολοκληρωμένο ποίημα με είκοσι μια λέξεις, κάτι σαν χάι κου σε κάπως πιο ανεπτυγμένη μορφή.

Διαβάζουμε αλλού με τον τίτλο «Ποίημα»: «Θέλω να γυρίσουμε εκεί που οι άνθρωποι/ φροντίζουν το φεγγάρι/ Εκεί που τα σπίτια δεν έχουν καθρέφτες/ Και τα παιδιά σκαρφαλώνουν στα σύννεφα. Εκεί που τα χελιδόνια την άνοιξη περνούν/ ώρες κάνοντας συντροφιά στους τρελούς/ και στους ποιητές/ Εκεί που κάποτε ζήσαμε/ Εκεί που κάποτε έσβησε ένα ποίημα/ γιατί δεν καταλάβαινες». Ο ποιητής ζει στα Εξάρχεια -είναι σαφώς επηρεασμένος από τους ανθρώπους, που έζησαν εκεί από τον αναρχικό χώρο [Κατερίνα Γώγου, Νικόλας Ασιμος] αλλά και από το μωσαϊκό των φυλών: «Ακούγεται απαγγελία εκείνης της ποιήτριας (...) Τρώγονται τα όνειρα μεταξύ τους και ο Ασιμος/ γελάει μέχρι να βρει ζωή/ Τα πλήκτρα οργώνουν τη γεωμετρία της πλατείας/ Και οι πρόσφυγες αναζητούν τις αυλές με τους ίσκιους.(...) Ενα τεράστιο Αλφα επιλέγει για ρούχο του/ Το ασήμι των βράχων του λόφου/ Μουσώνες τα δένδρα δυσκολεύονται να ανασάνουν».

Ποίηση ταυτόχρονα κοινωνική, πολιτική, ερωτική, υπαρξιακή. Κάθε δέντρο κρύβει ένα ποίημα, είναι σαν να μας λέει. Να σεβόμαστε άρα τα δέντρα, τις ρίζες τους και τις φυλλωσιές τους.
Χπ Σοφίας

Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος

Επιστροφή στις Βιβλιοκριτικές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου