Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Το μοιρολόγι της φώκιας



[...] 'Η γραία έκυψεν είς τήν άκρην χθαμαλού, θαλλασσοφαγωμένου βράχου, καί ήρχισε νά πλύνη τά ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο όμαλώτερος, πλαγιαστός, ό κρημνός τού γηλόφου, έφ' ού ήτο το Κοιμητήριον, καί είς τά κλίτη τού όποίου έκυλίοντο άενάως πρός τήν θάλασσαν τήν πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων άπό ξεχώματα, ήτοι άνακομιδάς άνθρωπίνων σκελετών, λείψανα άπό χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα ύποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι άπό κόμας ξανθάς, καί άλλα τού θανάτου λάφυρα. Ύπεράνω τής κεφαλής της, όλίγον πρός τά δεξιά, έντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως τού Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, έπιστρέφων μέ τό μικρόν κοπάδι του άπό τούς άγρούς, καί, χωρίς ν' άναλογισθή τό πένθιμον τού τόπου, είχε βγάλει τό σουραύλι άπό τό μαρσίπιόν του, καί ήρχισε νά μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. [...]

Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στά πανιά, κι έκαμνε βόλτες έντός τού λιμένος. Άλλά δέν έπαιρναν τά πανιά της, καί δέν έκαμπτε ποτέ τόν κάβον τόν δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα έκεί πλησίον, είς τά βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως τό σιγανόν μοιρολόγι τής γραίας, έθελέχθη άπό τόν θορυβώδη αύλόν τού μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, είς τά ρηχά, κι έτέρπετο είς τόν ήχον, κι έλικνίζετο είς  τά κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο ή μεγαλυτέρα έγγονή τής γραίας, ή Άκριβούλα, έννέα έτών, ίσως τήν είχε στείλει ή μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή άπό τήν άγρυπνον έπιτήρησίν της, καί μαθούσα ότι ή μάμμη εύρίσκετο είς τό Κοχύλι, πλύνουσα είς τόν αίγιαλόν, ήλθε νά τήν εύρη, διά νά παίξη όλίγον είς τά κύματα. Άμα ήκουσε τήν φλογέραν, έπήγε πρός τά έκεί καί άνεκάλυψε τόν κρυμμένον αύλητήν καί άφού έχόρτασε ν' άκούη τό όργανόν του καί νά καμαρώνη τόν μικρόν βοσκόν, είδεν είς τήν άμφιλύκην τού νυκτώματος, έν μικρόν μονοπάτι, πολύ άπότομον, πολύ κατηφορικόν [...]

Ή μικρά κατέβη όλίγα βήματα κάτω, ό ούρανός έσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τά άστρα, καί ήτον στήν χάσιν τού φεγγαριού. Έπροσπάθησε καί δέν εύρισκε πλέον τόν δρόμον, πόθεν είχε κατέλθει. Έγύρισε πάλιν πρός τά κάτω, κι έδοκίμασε νά καταβή. Έγλίστρησε κι έπεσε, μπλούμ! είς τό κύμα. [...] Κι ή γολέτα έξηκολούθει άκόμη νά βολταντζάρη είς τόν λιμένα. Κι ό μικρός βοσκός έξηκολούθει νά φυσά τόν αύλόν του είς τήν σιγήν τής νυκτός. Κι ή φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω είς τά ρηχά, πύρε τό μικρόν πνιγμένον σώμα τής πτωχής Άκριβούλας, καί ήρχισε νά τό περιτριγυρίζηκαί νά τό μοιρολογά, πρίν άρχίση τόν έσπερινόν δείπνον της. Τό μοιρολόγι τής φώκης, τό όποίον μετέφρασεν είς άνθρώπινα λόγια είς γέρων ψαράς, έντριβής είς τήν άφωνον γλώσσαν τών φωκών, έλεγε περίπου τά έξής: Αύτή ήταν ή Άκριβούλα ή έγγόνα τής γριά-Λούκαινας. Φύκια 'ναι τά στεφάνια της, κοχύλια τά προικιά της κι ή γριά άκόμη μοιρολογά τά γεννοβόλια της τά παλιά. Σάν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τά πάθια κι οί καημοί τού κόσμου.

έφημερίδα ''Πατρίς'',1908

Άλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου